- ιφιγένητος
- ἰφιγένητος, -ον (Α)αυτός που γίνεται, που δημιουργείται με δύναμη, δυνατός («ἰφιγένητον πῡρ», Ορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἶφι «ισχυρά» + γενητός (< γίγνομαι), πρβλ. αει-γένητος, αυτο-γένητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰφιγενήτου — ἰφιγένητος produced by might masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)